τσόφλι

τσόφλι
και τσώφλι και τσέφλοιο και τσέφλι και τσόφλιο και τσώφλοιο, το, Ν
1. κέλυφος («το τσόφλι τού αβγού»)
2. (κατ' επέκτ.) φλοιός καρπού, φλούδα
3. μτφ. (περιφρονητικά) τιποτένιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. djefl. Οι γρφ. με -οι προέρχονται από επίδραση τής λ. φλοιός, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. έχει προέλθει από τ. *εξώφλοιον (< έξω + φλοιός), οπότε μπορούν να ερμηνευθούν οι τ. με -ω- και με απλοποίηση -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσόφλι — τσόφλι, το και τσόφλιο, το και τσέφλι, το 1. κέλυφος, σκληρό περίβλημα καρπού: Το τσόφλι του αβγού. 2. φλοιός καρπού, φλούδι, φλούδα: Το τσόφλι του πορτοκαλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγότσουφλο — και τσοφλο και τσιφλό το κέλυφος, το τσόφλι τού αβγού …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… …   Dictionary of Greek

  • ανόστρακος — ἀνόστρακος, ον (Α) ο χωρίς κέλυφος, τσόφλι («άνόστρακα ᾠά») …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… …   Dictionary of Greek

  • κακόφλοιος — κακόφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει κακό φλοιό, κακή φλούδα ή κακό τσόφλι, κακόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λεπτό φλοιος, ομοιό φλοιος] …   Dictionary of Greek

  • καρίκι — και καρύκι, το 1. καθένα από τα τμήματα στα οποία διαιρείται με στενούς δρομίσκους ο κήπος 2. σκληρό περικάλυμμα, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (2) πιθ. < κάρυον] …   Dictionary of Greek

  • καρυδότσουφλο — το 1. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού 2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών 3. πολύ ελαφρό σκάφος που τό παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + τσουφλο (< τσόφλι)] …   Dictionary of Greek

  • καρυοθραύστης — Κοινή ονομασία του είδους Nucifraga caryocatactes, της οικογένειας των κορακίδων, της τάξης των στρουθιομόρφων πτηνών. Έχει μήκος έως 30 35 εκ. και το χρώμα του είναι καφέ σκούρο με λευκά στίγματα. Ζει σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα και τρέφεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”