τσόφλι — τσόφλι, το και τσόφλιο, το και τσέφλι, το 1. κέλυφος, σκληρό περίβλημα καρπού: Το τσόφλι του αβγού. 2. φλοιός καρπού, φλούδι, φλούδα: Το τσόφλι του πορτοκαλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβγότσουφλο — και τσοφλο και τσιφλό το κέλυφος, το τσόφλι τού αβγού … Dictionary of Greek
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
ανόστρακος — ἀνόστρακος, ον (Α) ο χωρίς κέλυφος, τσόφλι («άνόστρακα ᾠά») … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
κέλυφος — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής. * * * το (Α κέλυφος) 1. τσόφλι 2. όστρακο, καύκαλο,… … Dictionary of Greek
κακόφλοιος — κακόφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει κακό φλοιό, κακή φλούδα ή κακό τσόφλι, κακόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λεπτό φλοιος, ομοιό φλοιος] … Dictionary of Greek
καρίκι — και καρύκι, το 1. καθένα από τα τμήματα στα οποία διαιρείται με στενούς δρομίσκους ο κήπος 2. σκληρό περικάλυμμα, τσόφλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (2) πιθ. < κάρυον] … Dictionary of Greek
καρυδότσουφλο — το 1. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού 2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών 3. πολύ ελαφρό σκάφος που τό παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + τσουφλο (< τσόφλι)] … Dictionary of Greek
καρυοθραύστης — Κοινή ονομασία του είδους Nucifraga caryocatactes, της οικογένειας των κορακίδων, της τάξης των στρουθιομόρφων πτηνών. Έχει μήκος έως 30 35 εκ. και το χρώμα του είναι καφέ σκούρο με λευκά στίγματα. Ζει σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα και τρέφεται με… … Dictionary of Greek